επισκέπτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐπισκέπτης
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επισκέπτης οι επισκέπτες
      γενική του επισκέπτη των επισκεπτών
    αιτιατική τον επισκέπτη τους επισκέπτες
     κλητική επισκέπτη επισκέπτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επισκέπτης < αρχαία ελληνική ἐπισκέπτης (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική visiteur)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

επισκέπτης αρσενικό (θηλυκό: επισκέπτρια)

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]