επισκευαστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επισκευαστής < αρχαία ελληνική ἐπισκευαστής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επισκευαστής αρσενικό (θηλυκό: επισκευάστρια)
- (επάγγελμα) αυτός που (κατ’ επάγγελμα) επισκευάζει κάτι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επισκευαστής
|