επισκόπηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επισκόπηση οι επισκοπήσεις
      γενική της επισκόπησης* των επισκοπήσεων
    αιτιατική την επισκόπηση τις επισκοπήσεις
     κλητική επισκόπηση επισκοπήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επισκοπήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επισκόπηση < αρχαία ελληνική ἐπισκόπησις < ἐπισκοπέω / ἐπισκοπῶ < σκοπέω / σκοπῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *speḱ-

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

επισκόπηση θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]