επισμαλτωμένο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Κλιτικός τύπος μετοχής

[επεξεργασία]

το επισμαλτωμένο (el) ουδέτερο
βλ. επισμαλτωμένος, εμαγιέ