επιστέγαση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επιστέγαση | οι | επιστεγάσεις |
γενική | της | επιστέγασης* | των | επιστεγάσεων |
αιτιατική | την | επιστέγαση | τις | επιστεγάσεις |
κλητική | επιστέγαση | επιστεγάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιστεγάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επιστέγαση < επιστεγάζω + -ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επιστέγαση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του επιστεγάζω
- τοποθέτηση στέγης
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επιστέγαση
|