επιστατώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐπιστατῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επιστατώ < αρχαία ελληνική ἐπιστατέω / ἐπιστατῶ < ἐπιστάτης

επιστατώ (παθητική φωνή: επιστατούμαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]