επιστητό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επιστητό < αρχαία ελληνική ἐπιστητόν, ουδέτερο του ρηματικού επιθέτου ἐπιστητός < ἐπίσταμαι (γνωρίζω καλά)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επιστητό ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- ό,τι μπορεί να γνωρίσει ο ανθρώπινος νους μέσω της επιστημονικής έρευνας
- ο εικοστός αιώνας χαρακτηρίζεται από την πρόοδο της φυσικής, της χημείας και πολλών άλλων τομέων του επιστητού
- ειδική γνώση του αντικειμένου
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επιστητό
|