επισφαλώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επισφαλώς < επισφαλ(ής) + -ώς
Επίρρημα
[επεξεργασία]επισφαλώς
- χωρίς ασφάλεια, χωρίς βεβαιότητα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επισφαλώς