επισφραγίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐπισφραγίζω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επισφραγίζω < ελληνιστική κοινή ἐπισφραγίζω

επισφραγίζω (παθητική φωνή: επισφραγίζομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]