επισωρευμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επισωρευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επισωρεύω
Μετοχή
[επεξεργασία]επισωρευμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη επισωρεύω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επισωρευμένος
|