επιτακτικώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐπιτακτικῶς

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επιτακτικώς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπιτακτικῶς < αρχαία ελληνική ἐπιτακτικός. Συγχρονικά αναλύεται σε επιτακτικ(ός) + -ώς.

Επίρρημα

[επεξεργασία]

επιτακτικώς

Αναφορές

[επεξεργασία]


  • «επιτακτικός (& επιτακτικά, -ώς» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)