επιτυχώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επιτυχώς < επιτυχής

Επίρρημα

[επεξεργασία]

επιτυχώς

  1. με επιτυχία
    ολοκληρώθηκε επιτυχώς η χτεσινή σύσκεψη συνδικαλιστών

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]