επιχαίρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επί + χαίρω ‹ ινδοευρ. ρ. *ghel(e)- = θέλω
Ρήμα
[επεξεργασία]επιχαίρω
- χαίρομαι για κάτι, συνήθως κακό, χαιρεκακώ
- επιχαίρει για την ταλαιπωρία μας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επιχαίρω
|