επιχειρηματολογώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επιχειρηματολογώ < επιχείρημα + -ο- + -λογώ

επιχειρηματολογώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]