επιχορηγητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επιχορηγητής αρσενικό
- αυτός που επιχορηγεί
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επιχορηγητής
|
επιχορηγητής αρσενικό
|