επιχρωμιώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επιχρωμιώνω < επι- + χρώμιο + -ώνω < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική chrome < αρχαία ελληνική χρῶμα

επιχρωμιώνω (παθητική φωνή: επιχρωμιώνομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]