επιχωματωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επιχωματωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επιχωματώνω
Μετοχή
[επεξεργασία]επιχωματωμένος, -η, -ο
- που έχει επιχωματωθεί, που έχει καλυφθεί με χώμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επιχωματωμένος
|