εποπτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εποπτικός < αρχαία ελληνική ἐποπτικός < ἐπόπτης < ἐπόψομαι
Επίθετο
[επεξεργασία]εποπτικός -ή -ό
- που αναφέρεται στον επόπτη ή την εποπτεία
- που συντελεί στην εποπτεία, στην κατ' αίσθηση αντίληψη των πραγμάτων
- εποπτικά μέσα διδασκαλίας
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εποπτικός
|