επωασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επωασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επωάζω
Μετοχή
[επεξεργασία]επωασμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη επωασμένος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επωασμένος
|