επωαστήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επωαστήρας < επωάζω + -τήρας (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική incubateur)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επωαστήρας αρσενικό