επωμισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επωμισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επωμίζομαι
Μετοχή
[επεξεργασία]επωμισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη επωμίζομαι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επωμισμένος
|