ερασμιακώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]ερασμιακώς < ερασμιακός + -ώς < Έρασμος < λόγιο ενδογενές δάνειο: μεσαιωνική λατινική Erasmus < αρχαία ελληνική ἐράσμιος
Επίρρημα
[επεξεργασία]ερασμιακώς
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ερασμιακώς
|