ερειπώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ερειπώνω < ερείπιο + -ώνω

ερειπώνω

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]