ερημοκλήσια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.ɾi.moˈkli.sça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ρη‐μο‐κλή‐σια
- τονικό παρώνυμο: ερημοκλησιά
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]ερημοκλήσια ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ερημοκλήσι