εριστικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]εριστικά < εριστικός
Επίρρημα
[επεξεργασία]εριστικά
- με εριστικό τρόπο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εριστικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]εριστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εριστικό