ερματιστός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ερματιστός < έρμα
Επίθετο
[επεξεργασία]ερματιστός, -η, -ο
- αυτός που φέρει έρμα, ή που αναφέρεται σε έρμα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ερματιστός
|