ερμηνευτικός κύκλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ερμηνευτικός κύκλος < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική hermeneutischer Zirkel, → δείτε τις λέξεις ερμηνευτικός και κύκλος
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]ερμηνευτικός κύκλος αρσενικό, κατά κάνόνα στον ενικό αριθμό
- μέθοδος κατανόησης, όπου η ερμηνεία συνιστά μια συνεχόμενη κι επαναλαμβανόμενη διαδικασία σαν κυκλική ή σπειροειδή πορεία, ως επαναλαμβανόμενες κυκλικές κινήσεις ανάμεσα στα μέρη και στο σύνολο αυτού που πρέπει να κατανοηθεί
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ερμηνευτικός κύκλος