ερμητικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

ερμητικά < ερμητικ(ός) +

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ερμητικά

  • εντελώς, τελείως κλειστά
    μάτια ερμητικά κλειστά

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

ερμητικά ουδέτερο