ερμητικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]ερμητικά < ερμητικ(ός) + -ά
Επίρρημα
[επεξεργασία]ερμητικά
- εντελώς, τελείως κλειστά
- ↪ μάτια ερμητικά κλειστά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ερμητικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ερμητικά ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (ερμητικό) του ερμητικός