ερυθροκύτταρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ερυθροκύτταρο τα ερυθροκύτταρα
      γενική του ερυθροκυττάρου
ερυθροκύτταρου
των ερυθροκυττάρων
    αιτιατική το ερυθροκύτταρο τα ερυθροκύτταρα
     κλητική ερυθροκύτταρο ερυθροκύτταρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ερυθροκύτταρο < ερυθρο- + κύτταρο (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική erythrocyte)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ερυθροκύτταρο ουδέτερο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

→ δείτε και τη λέξη ερυθρό αιμοσφαίριο