ερυθροποιητίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ερυθροποιητίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: erythropoietin < αρχαία ελληνική ερυθρός + ποιέω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ερυθροποιητίνη θηλυκό
- (βιοχημεία) ορμόνη που εκκρίνεται από τα νεφρά και απελευθερώνεται στο αίμα, συμβάλλοντας στην παραγωγή ερυθρών αιμοσφαιρίων (ερυθροκυττάρων) στο μυελό των οστών
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ερυθροποιητίνη
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιοχημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)