εσοχή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εσοχή οι εσοχές
      γενική της εσοχής των εσοχών
    αιτιατική την εσοχή τις εσοχές
     κλητική εσοχή εσοχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εσοχή < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εσοχή θηλυκό

  • τμήμα επιφάνειας που βρίσκεται πιο μέσα σε σχέση με αυτήν
 συνώνυμα: σχισμή, εγκοπή

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]