εσπεραντιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εσπεραντιστής < εσπεράντο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εσπεραντιστής αρσενικό (θηλυκό εσπεραντίστρια)
- αυτός που μιλάει την εσπεράντο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εσπεραντιστής