εστιακό βάθος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εστιακό βάθος < → δείτε τις λέξεις εστιακό και βάθος, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική focal depth
Προφορά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]εστιακό βάθος ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εστιακό βάθος
Κατηγορίες:
- Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σεισμολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)