εσχάρωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εσχάρωση | οι | εσχαρώσεις |
γενική | της | εσχάρωσης* | των | εσχαρώσεων |
αιτιατική | την | εσχάρωση | τις | εσχαρώσεις |
κλητική | εσχάρωση | εσχαρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εσχαρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εσχάρωση < αρχαία ελληνική ἐσχάρωσις < ἐσχαρόω < ἐσχάρα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εσχάρωση θηλυκό
- η τοποθέτηση μηχανισμού ή κατασκευής με εσχάρα / σχάρα σε αποχετευτικές εγκαταστάσεις κ.α.
- (λόγιο) ο σχηματισμός εσχάρας σε πληγή
- (βοτανική) ασθένεια εσπεριδοειδών από μύκητα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εσχάρωση
|