εσωκλεισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εσωκλεισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εσωκλείω
Μετοχή
[επεξεργασία]εσωκλεισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη εσωκλείω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εσωκλεισμένος
|