ετήσιοι δακτύλιοι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ετήσιοι δακτύλιοι < → δείτε τις λέξεις ετήσιοι και δακτύλιοι

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

ετήσιοι δακτύλιοι αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

  • (βοτανική): σειρά ομόκεντρων κύκλων που εμφανίζονται σε οριζόντια τομή κορμού δένδρων που αποτελούν ένδειξη προσεγγιστικού καθορισμού της ηλικίας τους.

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • η χρωματική διαφοροποίηση αυτών των δακτυλίων οφείλεται στη διαφορά υφής του εναλλασσόμενου ανοιξιάτικου και φθινοπωρινού ξύλου.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]