εταλονέρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εταλονέρ < γαλλική étalonneur < étalon < παλαιά γαλλικά estalon < φραγκικά *stallo < *stall < πρωτογερμανική *stallaz < *stalnaz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *stolnós < *stel- (τοποθετώ)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εταλονέρ ουδέτερο άκλιτο
- (παρωχημένο, επάγγελμα, κινηματογράφος) ο τεχνικός που πραγματοποιεί το εταλονάζ
- Πριν γίνει ψηφιοποίηση, το αρνητικό πρέπει να καθαρίζεται από τυχόν γραμμές και γδαρσίματα. Και μετά την ψηφιοποίηση, στη διάρκεια του εταλονάζ, δηλαδή του τεχνικού ελέγχου των χρωμάτων, ο διευθυντής φωτογραφίας δουλεύει, βέβαια, μ' έναν τεχνικό (εταλονέρ), αλλά αυτός είναι που κανονίζει την ποσότητα του φωτισμού και την ποιότητα των χρωμάτων. (*)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εταλονέρ
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Κινηματογράφος (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)