ετεροβαρώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ετεροβαρώς < ετεροβαρής + -ώς
Επίρρημα
[επεξεργασία]ετεροβαρώς
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ετεροβαρώς
|
ετεροβαρώς
|