ετερομεταγλωττιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ετερομεταγλωττιστής < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική cross compiler
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ετερομεταγλωττιστής αρσενικό
- (λογισμικό, πληροφορική-μεταγλώττιση) μεταγλωττιστής που εκτελείται σε κάποιο σύστημα υπολογιστή και παράγει εκτελέσιμο κώδικα (γλώσσα μηχανής) για άλλο εντελώς διαφορετικό σύστημα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ετερομεταγλωττιστής
Πηγές
[επεξεργασία]- Sotiris B. Kotsiantis ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΥΣ ΜΕΤΑΓΛΩΤΤΙΣΤΕΣ, σελ. 23, Τμήμα Μαθηματικών, Πανεπιστήμιο Πατρών. Προσπέλαση 2019-12-16
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λογισμικό (νέα ελληνικά)
- Μεταγλώττιση - πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)