ετερομορφισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ετερομορφισμός οι ετερομορφισμοί
      γενική του ετερομορφισμού των ετερομορφισμών
    αιτιατική τον ετερομορφισμό τους ετερομορφισμούς
     κλητική ετερομορφισμέ ετερομορφισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ετερομορφισμός < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική hétéromorphisme

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ετερομορφισμός αρσενικό χωρίς πληθυντικό

  • η ετερομορφία, το φαινόμενο κατά το οποίο ζώα, φυτά ή ορυκτά του ίδιου είδους εμφανίζονται με περισσότερες από μία μορφές

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]