ετεροχρονίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ετεροχρονίζω < έτερος + -ο- + χρόνος + -ίζω

ετεροχρονίζω (παθητική φωνή: ετεροχρονίζομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]