ετρουσκικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ετρουσκικός < Ετρούσκ(ος) + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]ετρουσκικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται ή ανήκει στους Ετρούσκους