ευαγγελικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ευαγγελικός < ευαγγέλιο
Επίθετο
[επεξεργασία]ευαγγελικός, -ή, -ό
- αυτός που αναφέρεται στο Ευαγγέλιο, αυτός που δέχεται a priori ως θεόπνευστο κείμενο μόνο την Αγία Γραφή - απόχρωση του χριστιανικού δόγματος των Διαμαρτυρόμενων
- Η κατά χάριν σωτηρία και η βεβαιότητα της σωτηρίας είναι 2 από τα βασικά δόγματα που χαρακτηρίζουν τους ευαγγελικούς.
- ο ασκητικός στον τρόπο ζωής
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ευαγγελικός