ευαισθητοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ευαισθητοποιώ < ευαίσθητος + -ο- + -ποιώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική sensibiliser)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.ve.sθi.to.piˈo/

ευαισθητοποιώ (παθητική φωνή: ευαισθητοποιούμαι)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]