ευεπίφορος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ευεπίφορος < ελληνιστική εὐεπίφορος < εὖ + ἐπιφέρω

Επίθετο

[επεξεργασία]

ευεπίφορος

  • ο ευάλωτος σε επιρροές
    Ο «άλλος» για την εποχή μας συνιστά ένα αντικείμενο ευεπίφορο σε κάθε λογής σχολιασμό.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]