ευεργετώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εὐεργετῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ευεργετώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐεργετῶ, συνηρημένος τύπος του εὐεργετέω < εὐεργέτης. → δείτε και  ευ-, έργο

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.veɾ.ʝeˈto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευ‐ερ‐γε‐τώ

ευεργετώ, αόρ.: ευεργέτησα, παθ.φωνή: ευεργετούμαι, π.αόρ.: ευεργετήθηκα, μτχ.π.π.: ευεργετημένος

  1. κάνω ευεργεσίες, βοηθώ
  2. (κατ’ επέκταση) ωφελώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]