ευθυδικία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ευθυδικία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ευθυδικία θηλυκό
- η δίκαιη, ορθή απόφαση
- (νομικός όρος) η επιείκεια, η συγκαταβατικότητα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ευθυδικία