ευθυμογραφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ευθυμογραφικός < ευθυμογράφος / ευθυμογραφία + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]ευθυμογραφικός
- που έχει σχέση με τον ευθυμογράφο ή την ευθυμογραφία ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις ευθυμογράφος, εύθυμος, θυμός και γράφω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ευθυμογραφικός