ευλόγως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ευλόγως < επίθετο εύλογος

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ευλόγως

  1. (λόγιο) εύλογα
    τα ευλόγως εννοούμενα παραλείπονται

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]