ευμετάβλητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ευμετάβλητος < αρχαία ελληνική εὐμετάβλητος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ev.meˈta.vli.tos/
Επίθετο
[επεξεργασία]ευμετάβλητος, -η, -ο
- που εύκολα μεταβάλλεται
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]- (ασταθής)
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ευμετάβλητος